ξεκουρντίζω

ξεκουρντίζω
ξεκούρντισα, ξεκουρντίστηκα, ξεκουρντισμένος
1. μτβ., αποδυναμώνω μηχανισμό, χαλαρώνω χορδή κτλ.: Το ξεκούρντισες το πιάνο.
2. το μέσ., ξεκουρντισμένος παύω να είμαι κουρντισμένος, μένω ακούρντιστος: Ξεκουρντίστηκε το ρολόι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξεκουρδίζω — και ξεκουρντίζω 1. χαλαρώνω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή ελατήριο ρολογιού ή παιχνιδιού 2. (το μέσ.) ξεκουρδίζομαι παύω να είμαι κουρδισμένος ή μένω ακούρδιστος («ξεκουρδίστηκε το πιάνο») 3. μτφ. κουράζομαι υπερβολικά από τον χορό ή το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”