- ξεκουρντίζω
- ξεκούρντισα, ξεκουρντίστηκα, ξεκουρντισμένος1. μτβ., αποδυναμώνω μηχανισμό, χαλαρώνω χορδή κτλ.: Το ξεκούρντισες το πιάνο.2. το μέσ., ξεκουρντισμένος παύω να είμαι κουρντισμένος, μένω ακούρντιστος: Ξεκουρντίστηκε το ρολόι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.